-
1 επισκευή
ἐπισκευάζωget ready: fut ind mid 2nd sg (doric)ἐπισκευάζωget ready: fut ind act 3rd sg (doric)ἐπισκευάζωget ready: fut ind mid 2nd sg (doric)ἐπισκευάζωget ready: fut ind act 3rd sg (doric)ἐπισκευήrepair: fem dat sg (attic epic ionic) -
2 ἐπισκευῇ
ἐπισκευάζωget ready: fut ind mid 2nd sg (doric)ἐπισκευάζωget ready: fut ind act 3rd sg (doric)ἐπισκευάζωget ready: fut ind mid 2nd sg (doric)ἐπισκευάζωget ready: fut ind act 3rd sg (doric)ἐπισκευήrepair: fem dat sg (attic epic ionic) -
3 επισκευή
-
4 ἐπισκευή
-
5 επισκευη
ἥ1) pl. подготовка, устроение, организация(τῶν δημοσίων Polyb.)
2) починка, ремонт, восстановление(τῶν ἱρῶν Her.; τῶν τειχῶν Dem.; τῆς πόλεως Plut.)
3) оснастка, снаряжение, оборудование(χορηγίαι καὴ ἐπισκευαί Polyb.)
4) ремонтный материал -
6 επισκευή
-
7 επισκευή
[эпискеви] ουσ θ исправление, починка. -
8 ἐπισκευή
ἐπισκευ-ή, ἡ,A repair, restoration,τῶν ἱρῶν Hdt.2.174
, cf. 175;τειχῶν D.18.311
, etc.;τὰς ἐ. καὶ κατασκευὰς τῶν δημοσίων Plb.6.17.2
.2. means of repairing, Th.1.52.II. pl., materials for repair or equipment, stores, ἐλέφαντα καὶ μαχαιρῶν λαβὰς καὶ ἄλλας ἐ. D.27.20; χορηγίας καὶ ἐ. Plb.1.72.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπισκευή
-
9 ἐπισκευή
ἐπι-σκευή, ἡ, die Wiederherstellung, Ausbesserung; χορηγίαι καὶ ἐπισκευαί, Ausrüstung. Im plur. auch Gerätschaften -
10 επισκευή
onarım, tamir -
11 επισκευή
repairΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > επισκευή
-
12 onarım
επισκευή, επιδιόρθωση, μερεμέτι -
13 ремонт
ремонт 1-а α.επισκευή, επιδιόρθωση•ремонт машины επισκευή μηχανής•
ремонт здшия επισκευή κτιρίου•
ремонт одежды επιδιόρθωση ενδυμάτων•
ремонт обуви επιδιόρθωση υποδημάτων•
капитальный ремонт γενική επισκευή•
текущий ремонт οι μικροεπισκευές.
ремонт 2-а α.1. (στρατ.)επίταξη αλόγων (για συμπλήρωση των κενών).2. αύξηση του κοπαδιού ζώων (με αναπαραγωγή). -
14 капитальный
капитальный κεφαλαίος, κύριος, βασικός \капитальныйое строительство η βασική οικοδόμη ση \капитальный ремонт η γενική επισκευή* * *κεφαλαίος, κύριος, βασικόςкапита́льное строи́тельство — η βασικήοίκοδόμηση
капита́льный ремо́нт — η γενική επισκευή
-
15 ремонт
-
16 текущий
текущий (теперешний) σημερινός, τρεχούμενος; \текущий момент η σημερινή κατάσταση, το παρόν в \текущийем году το τρέχον έτος, φέτος; \текущийие дела τα τωρινά προβλήματα, τα τρέχοντα ζητήματα; \текущий ремонт η μικρή επισκευή* * *( теперешний) σημερινός, τρεχούμενοςтеку́щий моме́нт — η σημερινή κατάσταση, το παρόν
в теку́щем году́ — το τρέχον έτος, φέτος
теку́щие дела́ — τα τωρινά προβλήματα, τα τρέχοντα ζητήματα
теку́щий ремо́нт — η μικρή επισκευή
-
17 исправление
исправ||лениес1. (действие) ἡ ἐπιδιόρ-θωση [-ις], ἡ ἐπισκευή (механизма и т. п.)Ι ἡ διόρθωση [-ις], ἡ ἐπανόρθωση[-ις] (ошибки, почерка, произношения и т. п.)2. (результат) ἡ ἐπισκευή, ἡ διόρθωση [-ις]:вносить \исправлениеления κάνω διορθώσεις. -
18 ремонт
ремонтм1. ἡ ἐπισκευή, ἡ ἐπιδιόρθωση[-ις]:мелкий \ремонт ἡ μικροεπισκευή· капитальный \ремонт ἡ γενική ἐπισκευή· теку́-щий \ремонт ἡ μερική ἐπιδιόρθωση·2. (пополнение лошадьми) воен. ἡ ίππωνεία, ἡ προμήθεια ίππων. -
19 overhaul
-
20 починка
-и θ.1. επιδιόρθωση, επισκευή•вещь нуждается в -е το πράγμα χρειάζεται επισκευή.
2. πράγμα επιδιορθωμένο.
См. также в других словарях:
ἐπισκευή — repair fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επισκευή — η (AM ἐπισκευή) [σκευή] επιδιόρθωση, ανακαίνιση (α. «επισκευή σπιτιού» β. «τούτων μὲν τῶν ἱρῶν... ἐς ἐπισκευὴν ἐδίδου», Ηρόδ.) αρχ. 1. τρόποι, μέσα επισκευής («καὶ ἐπισκευήν οὐκ οὖσαν τῶν νεῶν ἐν χωρίῳ ἐρήμῳ», Θουκ.) 2. υλικά για επισκευή… … Dictionary of Greek
ἐπισκευῇ — ἐπισκευάζω get ready fut ind mid 2nd sg (doric) ἐπισκευάζω get ready fut ind act 3rd sg (doric) ἐπισκευάζω get ready fut ind mid 2nd sg (doric) ἐπισκευάζω get ready fut ind act 3rd sg (doric) ἐπισκευή repair fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επισκευή — η η επιδιόρθωση χαλασμένου πράγματος, το επιδιόρθωμα, το σιάξιμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπισκευαῖς — ἐπισκευή repair fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισκευαί — ἐπισκευή repair fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισκευήν — ἐπισκευή repair fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναύσταθμος — Λιμάνι ή όρμος, κατάλληλα διασκευασμένος, όπου λιμενίζονται πολεμικά πλοία και υπάρχουν εγκαταστάσεις για την επισκευή, τον εξοπλισμό και τις άλλες ανάγκες του πολεμικού ναυτικού. Ο ν. ήταν ό,τι και το νεώριο των αρχαίων ή το καραβοστάσι ή ο… … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… … Dictionary of Greek
γονίδιο — Διακεκριμένη κληρονομική μονάδα, διατεταγμένη σε γραμμική μορφή κατά μήκος των χρωμοσωμάτων, που καθορίζει τα χαρακτηριστικά ενός οργανισμού. Το καθένα από τα γ. είναι ο κληρονομικός παράγοντας, υπεύθυνος για κάποιο χαρακτηριστικό ή λειτουργία.… … Dictionary of Greek